ὅμορα

ὅμορα
ὅμορος
having the same borders with
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • όμορος — η, ο αυτός που έχει τα ίδια σύνορα, που συνορεύει, ο γειτονικός: Όμορα κράτη. – Όμορα χωράφια κτλ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • PYXUS — untis, urbs Siciliae a Miantho condita. Gentile Pyxuntius, Stephanus. ὅμορα τοῖς Γέταις. A Dione, l. 17. ubique Quadi Marcomannis, ac Iazygibus coniunguntur. Ac sane societatem ipsis armorum contra Romanos semper fuisse etiam posterioribus… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • όμορος — η, ο (Α ὅμορος και επικ. ιων. τ. ὅμουρος, ον) (για χώρες ή για εδαφικές εκτάσεις) αυτός που έχει κοινά σύνορα με κάποιον άλλο, αυτός που συνορεύει με κάποιον, γειτονικός (α. «η Ελλάδα και η Αλβανία είναι όμορες χώρες» β. «καὶ χώραν ὅμορον καὶ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”